Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Παρουσίαση βιβλίου "ΟΡΙΑΚΑ" της Τόνιας Αντωνά που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιβίσκος


Με πολλή χαρά παρουσιάζω το βιβλίο «ΟΡΙΑΚΑ» της Τόνιας Αντωνά που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιβίσκος και του οποίου τη δημιουργία έχω ζήσει από την αρχή του.
Γνωρίζω προσωπικά τη συγγραφέα και κάποια στιγμή που την είδα προβληματισμένη με κάτι που τη δυσκόλευε πάνω στην κουβέντα της πρότεινα να το γράψει. Μετά από λίγο καιρό μου έστειλε το κείμενο. Το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και πραγματικά θαυμάζω το κουράγιο της Τόνιας να μοιραστεί τόσο προσωπικά και βαθιά πράγματα που έχει βιώσει. Το κείμενο το βρήκα μεστό, περιεκτικό, έρεε ο λόγος αβίαστα, μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Λίγη αγωνία εάν είχα κρίνει σωστά, γιατί φοβόμουν μήπως η κρίση μου είχε επηρεαστεί από την αγάπη που της έχω και ήταν υποκειμενική. Όταν έκανα την επιμέλεια όμως ένιωσα ακόμα πιο σίγουρη και τελικά νιώθω δικαιωμένη από τις εγκωμιαστικές -διθυραμβικές- που έχει πάρει το βιβλίο.
Ενδεικτικά παραθέτω:
Την κριτική της Κατερίνας Τσεμπερλίδου:
«Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, γραμμένο με βαθιά γνώση ψυχοθεραπείας, αφού η συγγραφέας είναι ψυχοθεραπεύτρια.
Μαζί με την ιστορία της Ελένης, της ηρωίδας της, η συγγραφέας μάς μυεί στα θετικά της ψυχοθεραπείας. Κάνοντάς την απτή, χρήσιμη και κατανοητή, ενθαρρύνει την αναγνώστρια, αλλά και κάθε έναν που το έχει ανάγκη, να καταφύγει άφοβα, για το καλό της ψυχής του, στη βοήθεια της ψυχοθεραπείας.
Η Έλενα, μητέρα μιας μικρής κόρης, σπουδάζει ψυχολογία, αλλά αντιμετωπίζει προβλήματα στο γάμο της με τον Δημήτρη. Έχει βιώσει πολλές συγκρούσεις και είναι πληγωμένη από την οικογένειά της, που τη θεωρούν και το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.
Προσπαθώντας να ζήσει μια καλύτερη ζωή και να βρει την ευτυχία, ζητάει τη βοήθεια της ψυχοθεραπεύτριας, που είναι η ηρωίδα του μυθιστορήματος και περιγράφει την ιστορία της σε πρώτο πρόσωπο. Η Έλενα ξεκινάει από τα προβλήματα με τη σχέση που έχει με τον άντρα της, και η οποία βαδίζει, νομοτελειακά, στο χωρισμό.
Μέσα από το, διάρκειας τριών ετών, ταξίδι της στα βάθη της ψυχής της, η Έλενα γιατρεύει τις πληγές της και ξυπνάει στην ψυχοθεραπεύτρια αναμνήσεις και συναισθήματα, που σχετίζονται με τη δική της πορεία στη ζωή.
Ένα βιβλίο για μάς τις γυναίκες, που ψαχνόμαστε να βρούμε τα πατήματά μας στη ζωή, να βυθιστούμε στο ταξίδι της ψυχοθεραπείας και που μάς απασχολούν οι σχέσεις μας και ο σύντροφός μας.
Η συγγραφέας μάς παρουσιάζει τις αιτίες που διαιωνίζουμε τις δυναμικές τις οικογένειάς μας, χωρίς να αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες.
Η ηρωίδα του βιβλίου κάνει κατάδυση στη Σκιά του εαυτού της, στο κομμάτι του εαυτού μας, που αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε, γιατί φοβόμαστε ότι, αν το κάνουμε, θα χάσουμε την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας.
Το τέλος είναι αισιόδοξο, αφού η ηρωίδα, η Έλενα, με δύναμη και αποφασιστικότητα, τακτοποιεί πρώτα τον εσωτερικό της κόσμο και, μετά, τη ζωή της.
Συγκλονιστικό βιβλίο. Υπέροχο! Κάθε γυναίκα αξίζει να το διαβάσει».

Σχόλια αναγνωστών:

Χριστίνα Κ.: «Διαβάζοντας το βιβλίο σκεφτόμουν αυτή την ανάρτηση.
Τις λέξεις που θα χρησιμοποιούσα. Λοιπόν, θα αρκεστώ στο συγχαρητήρια και στο ευχαριστώ. Το να μοιραστείς δεν αποτελεί μία εύκολη διαδικασία. Πόσο μάλλον όταν μοιράζεσαι κομμάτια από ‘σένα. Κι εσύ μοιράστηκες κομμάτια σου με ειλικρίνεια, γνήσιο τρόπο και θάρρος. Σ’ ευχαριστούμε. Σ’ ευχαριστώ. Καλή αρχή και μία ακόμη καλύτερη συνέχεια και σ’ αυτό το εγχείρημα. Αυτό της γραφής».

Νίκος Κουτσιάφτης: «Εξαιρετικό βιβλίο... η συγγραφέας μέσα από προσωπικές και μη ιστορίες και περιστατικά μας πηγαίνει σε ένα μέρος λογικής και αυτοελέγχου...πολύ ωραία δομημένο, με ωραία σειρά και χαρακτήρες προσιτούς... δείχνει να είναι μια καλή αρχή για τη συγγραφέα,με εντυπωσιακή συνέχεια στα βιβλία της...το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους λάτρεις του είδους».

Πηνελόπη Μ. «Πήρα σήμερα το βιβλίο σου και το διάβασα μέσα σε ένα απόγευμα. Τεράστιο μπράβο για το θάρρος, την καλή σου γραφή, την ειλικρίνεια και την έμπνευση».

Μαρία Χ.: «Το βρήκα υπέροχο, με απλό αλλά και σύνθετο λόγο σε σημαντικά σημεία του βιβλίου, με καθαρή ροή και θεματολογία, και μεγάλο ενδιαφέρον από διαφορετικές ματιές. Το ένιωσα σαν ένα ταξίδι ψυχοθεραπείας ακόμα και για εμένα που ήμουν απλά ένας αναγνώστης, το οποίο απ´ότι καταλαβαίνω ήταν και ένας από τους σκοπούς αυτού του βιβλίου».

Δημήτρης Αλευρομάγειρος:  «… Το ότι αποφάσισες να το γράψεις τόσο αφοπλιστικά αληθινό και με αγάπη πραγματική και όχι δήθεν είναι από μόνο του μια επιτυχία και ένα στοίχημα που ήδη κερδίζεις. Το βιβλίο σου έχει αγνότητα και χωρίς να είμαι ειδικός θα έλεγα και λογοτεχνικά άρτιο…»

Επιθυμία της συγγραφέως είναι το βιβλίο της να αποτελέσει εγχειρίδιο για νέους θεραπευτές και έναυσμα για ανθρώπους που επιθυμούν αλλά διστάζουν να μπουν στον χώρο της ψυχοθεραπείας.
Θεωρώ ότι το βιβλίο ΟΡΙΑΚΑ έχει καλύψει με μεγάλη επιτυχία τους στόχους της Τόνιας Αντωνά. Στο βιβλίο υπάρχουν πλείστες όσες οδηγίες και tips που είναι πολύ ωφέλιμα στους νέους θεραπευτές που ξεκινούν να βλέπουν περιστατικά, τα οποία πηγάζουν από την εμπειρία της ίδιας από τη δουλειά της, που την υπεραγαπά όπως καταλαβαίνουμε από το βιβλίο.
Παραδείγματα:
-        Δίνεται το πλαίσιο και τα όρια που χαρακτηρίζουν την ψυχοθεραπευτική σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου και που πρέπει από την αρχή να τεθούν από τον θεραπευτή.
Σελ. 11,12
«Αν με ρωτάς για το πρακτικό κομμάτι, αυτό έχει ως εξής: θα συναντιόμαστε μία φορά την εβδομάδα, την ίδια μέρα και ώρα, εκτός αν, μετά από κοινή απόφαση, αυτό διαφοροποιηθεί. Αν ακυρώσεις κάποια συνεδρία λιγότερο από 24 ώρες νωρίτερα, η συνεδρία θα χρεωθεί. Και το πιο σημαντικό, ό,τι πεις εδώ, θα μείνει εδώ. Η εμπιστευτικότητα είναι απόλυτη. Αν έχεις κάποια άλλη απορία, θα προσπαθήσω να την απαντήσω».


-        Μιλά για τις αποκαλύψεις του θεραπευτή προς τον θεραπευόμενο
Σελ. 50, 51, 52, 53
Πόσο μου θύμιζε τα δικά μου η ιστορία της και πόσο ήθελα εκείνη τη στιγμή να της πω «Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ πέρασα άσχημα στο σχολείο, γιατί δεν με άφηναν οι γονείς μου να μοιάσω με τα υπόλοιπα παιδιά, δεν με άφηναν να βγαίνω μέχρι αργά και έτσι με έκαναν, άθελά τους ίσως, στόχο για κοροϊδία». Δεν μίλησα όμως, αρκέστηκα σε ένα νεύμα, γεμάτο γνήσια κατανόηση. Και ξαφνικά, ήταν σαν να διάβασε το μυαλό μου.
«Σου έχει τύχει ποτέ να νιώσεις έτσι;» με ρώτησε.
«Θεωρώ πως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν νιώσει εκτός τόπου και χρόνου κάποια στιγμή στη ζωή τους, κυρίως κατά τη διάρκεια της εφηβείας» απάντησα και η απάντησή μου, παρά την πολιτική της ορθότητα, μου ακούστηκε τόσο χαζή και ανούσια.
Το βλέμμα της, κάτι ανάμεσα σε θυμό και απογοήτευση, επι-βεβαίωσε τις σκέψεις μου. Βρισκόμουν σε ένα απίστευτο δίλημ-μα εκείνη τη στιγμή, ανυπέρβλητο για την αρχάρια θεραπεύτρια που ακόμα ήμουν. Από τη μία πλευρά, το αιώνιο πρόβλημα των προσωπικών αποκαλύψεων. Από την άλλη όμως…ένιωθα ότι αν δεν της έδινα εκείνη τη στιγμή ένα μικρό κομμάτι από εμένα, θα με κατέτασσε στην ίδια κατηγορία με τους υπόλοιπους υποκριτές της ζωής της, που δεν μοιράζονται προσωπικά τους δεδομένα, για να μπορούν να έχουν το πάνω χέρι στην κριτική που της ασκούν. Επέλεξα να το ρισκάρω και είπα:
«Φυσικά έχω νιώσει κι εγώ έτσι. Γιατί όμως με ρωτάς;» συνέ-χισα, σαν για να σώσω κάπως την κατάσταση.
«Για αρκετούς λόγους, νομίζω. Πρώτον, ένιωσα πως ήθελα να γνωρίζω κάτι για σένα. Έχω μάθει πλέον ότι καλό είναι να μην μοιράζονται προσωπικές ιστορίες οι θεραπευτές και φαντάζομαι πως ήθελα να τεστάρω κατά πόσον θα έκανες αυτή την υπέρβαση για μένα. Ήθελα να δω πόσο ιδιαίτερη είμαι για σένα. Μετά…σε θαυμάζω κιόλας. Σε βλέπω τόσους μήνες πια, ποτέ δεν εκνευρίζεσαι, είσαι πάντα ψύχραιμη και οργανωμένη, δεν προσπαθείς για κάτι, είσαι απλή, ντύνεσαι απλά, μιλάς ήρεμα. Σαν να έχεις συμφιλιωθεί με τον εαυτό σου. Σκέφτομαι πως, αν είχες δυσκολευτεί κι εσύ και τελικά τα κατάφερες, ίσως είναι πιθανό και για εμένα».
Κάτι σε αυτά που μου είχε πει με είχε ενοχλήσει. Προσπαθούσα, όσο μιλούσε, να καταλάβω τι ήταν αυτό, αλλά δεν τα κατάφερνα. Σίγουρα, ένα μέρος ήταν το ότι είχε προσπαθήσει και καταφέρει να με τεστάρει. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Υπoσημείωση: να συζητήσω το συμβάν με την επόπτριά μου, δεν βγάζει νόημα το συναίσθημά μου. Άλλωστε, μου είχε κάνει και πολλές φιλοφρονήσεις που, σε κάθε άλλη περίπτωση, θα είχα εκτιμήσει.
«Έλενα, σε ευχαριστώ που ήσουν τόσο ειλικρινής μαζί μου. Θα δεις στην πορεία των σπουδών σου» είπα, προσπαθώντας να κερδίσω το πάνω χέρι ξανά «και ακόμα περισσότερο όταν ξεκινήσεις την πρακτική σου, πως οι κανόνες αυτοί δεν είναι τόσο απόλυτοι. Μερικές φορές, χρειάζεται να χρησιμοποιούμε και το ένστικτό μας. Όσο για τα υπόλοιπα, με βλέπεις μία ώρα την εβδομάδα και δεν μπορείς να έχεις ολοκληρωμένη και αντικειμενική εικόνα για μένα. Εκτιμώ ότι αυτό χρειάζεσαι από εμένα, να είμαι τέλεια, ίσως επειδή αυτό σου δίνει ελπίδες και για τη δική σου πορεία ή  επειδή η υποτιθέμενη τελειότητά μου, όπως της αδερφής και της μητέρας σου για παράδειγμα, αποτελεί έναν καλό τρόπο να μην σχετίζεσαι μαζί μου. Αλλά κανένας δεν είναι τόσο συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, όπως περιέγραψες προηγουμένως. Σε κάθε περίπτωση, η ώρα μας τελείωσε για σήμερα. Θα σε δω την επόμενη βδομάδα».
«Σε ευχαριστώ για όλα» απάντησε και ήταν η τελευταία φράση που μου είπε για τα επόμενα τρία χρόνια.
Δεν επέστρεψε στο γραφείο μετά από εκείνη τη συνεδρία και συχνά το σκεφτόμουν και κατηγορούσα τον εαυτό μου. Είχα υπάρξει πολύ αυστηρή μαζί της, της είχα καταστρέψει την εικόνα που ήθελε να έχει για μένα, ενώ ήταν πολύ νωρίς. Επί ένα μήνα, κάθε Τετάρτη στις 3 σκεφτόμουν την Έλενα. Μετά από κάποιες προσπάθειές μου να επικοινωνήσω μαζί της χωρίς επιτυχία, κατέληξα ότι καλά είχα κάνει και ότι ήταν πολύ σημαντική η δια-τήρηση ορίων για κάποιον σαν την Έλενα. Έτσι, εκλογικευμένα, αλλά με κάμποση θλίψη και αρκετό θυμό, έβαλα τον φάκελό της στη βιβλιοθήκη μου και συνέχισα τη ζωή μου.

-        Αναφέρεται στη σιωπή κατά τη συνεδρία, που είναι κάτι που συνήθως δυσκολεύει τους νέους θεραπευτές
Σελ. 13
«Αν δεν έχεις κάποια άλλη ερώτηση, θα ήθελα να μου πεις γιατί βρίσκεσαι εδώ».
Σιωπή. Κοίταζε τα παπούτσια της. Ακουμπούσε μεταξύ τους τα ακροδάχτυλά της, σχεδόν βέβαιο σημάδι ότι ήταν καπνίστρια και έψαχνε το τσιγάρο που συνήθως είχε στα χέρια της. Στις πρώτες μου συνεδρίες, η σιωπή με διέλυε. Ένιωθα άχρηστη, ένιωθα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να πω κάτι, τι σόι συνεδρία θα γινόταν μέσα στη σιωπή; Στην πορεία, έμαθα ότι η σιωπή περιέχει υπέ-ροχα μυστικά. Κινήσεις, εκφράσεις, ακόμα και αυτή η έμμεση έλλειψη επιθυμίας για συσχέτιση, η οποία συχνά μαρτυρούσε τον φόβο που έχουμε οι άνθρωποι να ανοιχτούμε στους άλλους, για να μην ρισκάρουμε να μας προδώσουν. Επέτρεψα διστακτικά στη σιωπή να μας περιβάλλει και έμεινα να την κοιτάω. Ξαφνικά, σήκωσε τα μάτια της. Όμορφα αλλά βαθιά θλιμμένα μάτια, που σχεδόν έλεγαν «Είμαι πληγωμένη, αν όμως πας να με ακουμπή-σεις θα σε κατασπαράξω πριν ξεψυχήσω».

-        Αναφέρεται στις σημειώσεις που κρατούν οι θεραπευτές για κάθε θεραπευόμενο μετά από κάθε συνεδρία.

-        Και βέβαια σε πάρα πολλά σημεία αναφέρεται στην εποπτεία που χρειάζονται οι θεραπευτές.

Σελ. 11

Χωρίς απάντηση, σχεδόν σαν να μην είχε την ενέργεια να μι- λήσει άλλο για τυπικότητες, σχεδόν σαν να είχε σιχαθεί να κάνει ανούσιες κουβέντες, προχώρησε προς το γραφείο μου και έκατσε στον χαρακτηριστικό μαύρο δερμάτινο καναπέ που επιστρατεύουν οι περισσότεροι θεραπευτές, υποτίθεται για να διατηρούν μία ουδετερότητα στο χώρο. Εγώ θα ήθελα να έχω έναν κόκκινο υφασμάτινο καναπέ, αλλά όταν ρώτησα μου είπαν ότι το κόκκινο δεν ενισχύει την ηρεμία και διάφορα άλλα τέτοια. Μαύρο δέρμα εγώ λοιπόν, μαύρο τζιν εκείνη. Κάθισε στην άκρη, σχεδόν προσπαθώ-ντας να καταλάβει όσο λιγότερο χώρο μπορούσε. «Κάποιος την έχει διδάξει να μην κάνει αισθητή την παρουσία της» σκέφτηκα και αμέσως με επέπληξα. Γιατί βιαζόμουν τόσο πολύ να βγάλω συμπεράσματα; Η αίσθηση του κατεπείγοντος ήταν δική μου, όχι δική της. Υποσημείωση: να το συζητήσω με την επόπτριά μου.


Σελ. 14
Ξέρω ότι η ευτυχία είναι μόνο κάποιες μικρές στιγμές μα…κάτι πάει στραβά με εμένα. Δεν ξέρω, αλλά νιώθω ότι βρίσκομαι σε μία μόνιμη στενοχώρια, σε μία απογοήτευση, νιώθω ότι είμαι μία απογοήτευση. Άλλωστε, και οι δικοί μου άνθρωποι το επιβεβαιώνουν αυτό».
«Σε ποιους ανθρώπους αναφέρεσαι;» ρώτησα και μάλλον η φωνή μου περιείχε μία ανεπαίσθητη επιθετικότητα, ενάντια σε αυτούς τους ανθρώπους που τολμούσαν να μηδενίσουν τόσο εύκολα την αξία ενός άλλου ανθρώπου. Υποσημείωση: να συζητήσω με την επόπτριά μου, γιατί νιώθω τόσο έντονα προστατευτικά συναισθήματα, από τόσο νωρίς.

Στη σελ. 41-42 με το περιστατικό που περιγράφει είναι σαφής η προσπάθεια για απενοχοποίηση και ενθάρρυνση των νέων θεραπευτών ότι συμβαίνει και να θυμώνουν και να ξεφεύγουν καμιά φορά στις συνεδρίες χωρίς να έρθει η συντέλεια του κόσμου, αν το εντοπίσουν και δουλέψουν πάνω σ’ αυτό στην εποπτεία τους.
«Ξέρεις, δεν νομίζω ότι καταλαβαίνεις! Νομίζω ότι είσαι κι εσύ σαν αυτή και παίρνεις το μέρος της!»
Η φλέβα στο μέτωπό της είχε φουσκώσει, τα μάτια της είχαν βουρκώσει και εγώ βρισκόμουν μπροστά σε μία γνησιότατη μεταβίβαση, έχοντας μετατραπεί –στα μάτια της Έλενας τουλάχιστον– στην κακιά μητέρα που δεν αγαπάει, δεν φροντίζει και συνέχεια κατηγορεί. Και σε εκείνο ακριβώς το σημείο, σήκωσε τα μανίκια της. Η κίνηση φάνηκε ασυναίσθητη, τυχαία, αλλά ο συγχρονισμός έκρυβε πολλά από πίσω. Το αριστερό της χέρι ήταν καταματωμένο, είχε βάλει κάποιους επιδέσμους, αλλά οι πληγές ήταν βαθιές και το αίμα είχε περάσει. Έμεινα να κοιτάω το χέρι της, σοκαρισμένη αλλά κυρίως θυμωμένη. Πώς τολμούσε να με τιμωρεί έτσι, ειδικά από τη στιγμή που όλο αυτό δεν προοριζόταν για εμένα αλλά για την οικογένεια της; Όλο αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα και μετά κατέβασε πάλι τα μανίκια της και μαζί με αυτά και το κεφάλι της. Ήμουν εξοργισμένη.
«Τι έπαθε το χέρι σου;» ρώτησα με ψυχραιμία. «Κόπηκα».
«Πώς κόπηκες;»
Κόπηκα μόνη μου, όπως συνηθίζω να κάνω. Τρελή είμαι, ό,τι θέλω κάνω».
«Ό,τι θέλεις κάνεις, φυσικά. Όχι όμως μαζί μου. Την επόμενη φορά που θα δω κάτι τέτοιο, η συνεργασία μας θα λήξει άμεσα».
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι λέω εγώ!»
Είχα ξεφύγει τελείως. Πλέον δεν υπήρχε υποσημείωση για την επόπτριά μου. Έπρεπε να πάω εκεί αμέσως μετά. Δεν ήμουν έτοιμη γι’ αυτό.

Ένας θεραπευτής, είμαι σίγουρη, θα βρει και πολλές άλλες χρήσιμες οδηγίες στο βιβλίο.
Στο βιβλίο θίγονται με μεγάλη επιτυχία πολλά θέματα που απασχολούν τους περισσότερους:

-        Οι οικογενειακές σχέσεις και τα οικογενειακά δυναμικά, οι σχέσεις μητέρας-παιδιών

Σελ. 28-29, 30, 31, 32
Αυτό που είχα ακούσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν το παρακάτω σχήμα: η μητέρα που απαιτούσε από την κόρη της να «επιδιορθώσει» τα δικά της λάθη ή τις δικές της παραλείψεις, σπουδάζοντας περισσότερο, αποκτώντας την καριέρα που η ίδια -ίσως επειδή παντρεύτηκε και έκανε παιδιά νωρίς- δεν μπόρεσε να αποκτήσει, βρίσκοντας τον πλούσιο αλλά και υπάκουο σύζυγο και απλώνοντας τη λάμψη και την ευτυχία της ζωής της στη ζωή της μητέρας. Η κόρη που δεν ενέδιδε σε αυτά γιατί γνώριζε πως δεν ήταν αυτή η ζωή που επιθυμούσε και γινόταν δέκτης συνεχούς κριτικής και απόρριψης, ειδικά αν υπήρχε κι άλλο παιδί στην οικογένεια, που έκανε όλα τα όνειρα της μητέρας πραγματικότητα. Αυτό το τέλειο παιδί επίσης δεν ήταν χαρούμενο, γιατί ζούσε τη ζωή των άλλων. Αλλά το «κακό» και «ανυπάκουο» παιδί, εκτός από την απόρριψη της μητέρας, συχνά έπρεπε να ανεχτεί και το μίσος του «χρυσού» παιδιού, που κρυφά ζήλευε την ελευθερία που διεκδικούσε το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας. Και το «μαύρο πρόβατο» συνήθως κατέληγε να γίνει ο «αποδιοπομπαίος τράγος», πάνω στον οποίο όλη η οικογένεια μπορούσε να ξεφορτώσει τα λάθη και τις αμαρτίες της, ώστε κανένα από τα υπόλοιπα μέλη να μην χρειάζεται να κοιτάει την καμπούρα του.
Είναι ένα βολικό φαινομενικά σχήμα, μόνο που απαγορεύει σε όλους πράγματα. Η μητέρα και ο πατέρας δεν επιλύουν ποτέ τα διαπροσωπικά τους θέματα, μέχρι να είναι πια αργά, δηλαδή μέχρι να φύγει ο «αποδιοπομπαίος τράγος» από τη δυσλειτουργία της οικογένειας. Έτσι, καταλήγουν να χωρίζουν ζευγάρια που έχουν ζήσει μαζί 30 ή 40 χρόνια, φαινομενικά εν μία νυκτί, αλλά ουσιαστικά για θέματα που απλώς φορτώνονταν μέχρι τότε στο μπαούλο προβλημάτων του «κακού παιδιού». Το «χρυσό παιδί» πρέπει να είναι πάντα τέλειο. Το μότο του καταλήγει να είναι ότι η αποτυχία δεν είναι επιλογή. Μαθαίνει να ζει χωρίς λάθη αλλά και χωρίς συναίσθημα και, αν κάποια στιγμή, νιώσει την επιθυμία να σχετιστεί με κάποιον, συνήθως φροντίζει να αποτύχει για κάποιον ανόητο λόγο. Στην πραγματικότητα, τρέμει την οικειότητα – την τελευταία φορά που σχετίστηκε με κάποιους, αυτοί του ζήτησαν να κουβαλήσει όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του, σαν νέος Άτλαντας. Το «κακό παιδί» ίσως πιο τυχερό από όλους σε κάποιο επίπεδο, γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν είναι αποδεκτό, ότι το θεωρούν ανώριμο, αφελές και βάρος. Η τύχη του έγκειται στο ότι η επιθετικότητα των υπόλοιπων μελών είναι εκεί, είναι απτή και άρα είναι πιο διαχειρίσιμη. Οι υπόλοιποι, παλεύουν με φαντάσματα.
Και γιατί μιλάω διαρκώς για τη μητέρα και δίνω τόσο λίγη έμφαση στον ρόλο του πατέρα, ειδικά στη χώρα μας που, θεωρητικά, είναι πατριαρχικές οι οικογένειες; Μα γιατί, απλούστατα, στα σημαντικά θέματα εσωτερικών, ο πατέρας δεν έχει κάποιο σημαντικό ρόλο. Διαμορφώνουμε τις οικογένειες μας, από γενιά σε γενιά, έτσι ώστε η μητέρα να είναι αυτή που αναλαμβάνει τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από τις πρώτες αποφάσεις σχετικά με το πότε το μωρό μπορεί να αρχί- ει να τρώει κρέμες μέχρι το επιτρεπόμενο ωράριο νυχτερινής εξόδου του εφήβου και το ποιον πρέπει ή δεν πρέπει τελικά να παντρευτεί το ενήλικο πλέον παιδί. Φανταστείτε λοιπόν πόσες δυσκολίες δημιουργεί αυτό το μοτίβο για όλους τους εμπλεκόμενους: έχουμε έναν πατέρα παραγκωνισμένο -υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που το προτιμούν έτσι αλλά δεν αποτελούν πλειοψηφία-, μία μητέρα που εξουθενώνεται στη δουλειά και αργότερα στα καθήκοντά της ως μητέρα και σύζυγος και κάποια παιδιά που παρατηρούν όσα συμβαίνουν και ταυτίζονται με έναν από τους δύο γονείς-θύματα της ιστορίας μας, αγνοώντας και υποτιμώντας τον άλλον. Ιστορίες συνομωσίας σε όλο τους το μεγαλείο.
Αυτό όμως δεν είναι το τέλος. Μία μητέρα που κινδυνεύει να χάσει κάθε ευκαιρία ξεκούρασης και προσωπικού χώρου και χρό-νου, που ενδεχομένως να έχει βάλει την καριέρα της σε δεύτερη μοίρα και που δεν νιώθει πως παίρνει κάποια βοήθεια από τον σύζυγό της, έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά από εκείνον, ρίχνοντας φυσικά όλο της το βάρος στα παιδιά της. Έτσι δημιουργείται η – γνωστή σε όλους μας – υπερπροστατευτική και καταπιεστική Ελληνίδα μητέρα, που έχει άποψη – για να νιώθει ότι έχει λόγο ύπαρξης – στα πάντα, από το πώς ντύνεται η κόρη της μέχρι το πόσο κατάλληλη θεωρεί τη σύντροφο του γιου της. Και η φυσική κατάληξη είναι να αισθάνεται τελικά προδομένη κάθε φορά που κάποιος εκφράζει άποψη διαφορετική από τη δική της ή προσπαθεί να της εξηγήσει πως η ζωή του δεν είναι δική της. «Μα πώς;» σκέφτεται ή λέει. «Μετά από τόσα βάσανα και τόσες θυσίες, είσαι υποχρεωμένος να παντρευτείς αυτή που θα είναι καλύτερη για εμένα. Και αυτή είναι κάποια για την οποία εγώ θα είμαι περήφανη. Η δική σου “γκόμενα” (θα πει υποτιμητικά) δεν ξέρει να μαγειρέψει ούτε αυγό!» Το σκέφτεται λίγο ο γιός, καταλήγει ότι αυτό μπορεί να είναι όντως πρόβλημα και επιλέγει κάποια που φτιάχνει μουσακάδες και παστίτσια. Την εμφανίζει στη μητέρα όμως… “αυτή δεν είναι αρκετά όμορφη για εσένα παλληκάρι μου”. Σωστό. Βρίσκει μία κούκλα. “Αυτή δεν έχει λεφτά, είναι μαζί σου για να σε εκμεταλλεύεται”. Μετά από λίγο, γίνεται εμφανές ότι το θέμα δεν είναι η σύντροφος, αλλά η αποχώρηση του γιου από την οικογένεια. Η μητέρα θεωρεί τα παιδιά της ιδιοκτησία της, καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα συναισθηματικά της κενά και δεν τους επιτρέπεται να φύγουν, γιατί αν φύγουν θα πάρουν μαζί τους τον λόγο ύπαρξής της.
Κάτι παρεμφερές, αλλά λίγο πιο βίαιο, συμβαίνει και με τις κόρες. Η βιαιότητα υπάρχει σε αυτή τη σχέση, επειδή υπάρχει η ζήλια: η κόρη θα είναι πάντα πιο νέα, πιο όμορφη και με περισσότερες ευκαιρίες από τη μητέρα. Μία κανονική αντίζηλος, που μάλιστα φαίνεται να έχει μία υπέροχη σχέση με τον πατέρα της. Έτσι εδώ, πέρα από τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες, υπάρχει και η κριτική, η υποτίμηση και οι διαρκείς διαφωνίες. «Αυτό το παντελόνι σου είναι πολύ στενό αλλά το πρόσωπό σου είναι πολύ αδύνατο. Εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σου γνώριζα τα πάντα για την οικονομία και εσύ δεν έχεις ιδέα. Μερικές φορές είσαι τόσο αδαής, αναρωτιέμαι σε ποιον πλανήτη ζεις. Πότε θα κάνεις μία σωστή επιλογή συντρόφου επιτέλους; Μας έχεις τρελάνει εδώ μέσα με τις χαζομάρες σου!» Όπου φυσικά το «μας» μεταφράζεται σε «με», αλλά η σωστή μητέρα δεν θα χάσει την ευκαιρία να ενημερώσει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ότι «η προκομμένη μας γύρισε χθες στις 4 τα ξημερώματα με μηχανή παρακαλώ!!! Ρε-ζίλι θα γίνουμε, τι θα πει ο κόσμος;» Όπου φυσικά ο κόσμος ποτέ δεν λέει κάτι, γιατί σιγά μην ασχοληθεί με το αν γύρισε η κόρη σπίτι με μηχανή ή με αερόστατο, αλλά εμείς πρέπει πάση θυσία να διατηρήσουμε το καλό όνομα της οικογένειας μας. Άλλο αν από μέσα σαπίζει σιγά σιγά. Άλλο αν οι γονείς δεν κοιμούνται πλέον στο ίδιο κρεβάτι. Άλλο αν τα παιδιά έχουν πάθει κατάθλιψη γιατί δεν ξέρουν σε ποιόν τελικά ανήκει η ζωή τους. Άλλο αν…άλλο αν…

-        Οι σχέσεις πατέρα-κόρης και πώς οι σχέσεις με τους γονείς επηρεάζουν τις σχέσεις μας με τους συντρόφους μας
Σελ. 21, 22
«Συνειδητοποίησα όταν έφυγα ότι δεν σου είχα μιλήσει καθόλου για τον μπαμπά μου».
Σε αντίθεση, λοιπόν, με αυτά που ανέφερα προηγουμένως για τη σχέση μητέρας-κόρης, η σχέση της κόρης με τον πατέρα συνήθως φαντάζει υπέροχη. Οι κόρες, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική άποψη, κάποια στιγμή μεταξύ 3 και 6 ετών ερωτεύονται πλατωνικά το μπαμπά τους. Όταν καταλαβαίνουν ότι δεν θα μπορέσουν να τον κατακτήσουν, γιατί ανήκει αλλού και το «αλλού» είναι πιο δυνατό, συμμαχούν και ταυτίζονται με τη μαμά – κατά το «Αν δε μπορείς να τους νικήσεις, γίνε σαν αυτούς». Για τους μπαμπάδες, επίσης, όλη αυτή η άνευ όρων αγάπη και αποδοχή που παίρνουν από τις κόρες τους, είναι ακριβώς αυτό που θα ήθελαν να παίρνουν – αλλά συνήθως δεν παίρνουν – από τις συντρόφους τους. Έτσι, ξεκινάει μία πλατωνικά ερωτική σχέση ανάμεσα σε πατέρα και κόρη, όπου ο μεν πατέρας φέρεται με στοργή αλλά και υπερπροστασία προς την κόρη, την οποία δυσκολεύεται να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει ως ενήλικη -κυρίως στα σεξουαλικά ζητήματα- και η κόρη, παραμένοντας σε μία αιώνια παιδικότητα, φαντάζεται ότι ο μπαμπάς της είναι ο τέλειος άντρας, ο πρίγκιπας στο λευκό άλογο και τον αναζητάει στους μελλοντικούς της συντρόφους. Άγνωστο στην ίδια παραμένει ότι, ασυνείδητα, γνωρίζει – και ας μην τα παραδέχεται –και τα κουσούρια του μπαμπά και άρα θα αναζητήσει και αυτά, ώστε να μπορέσει να αναπαράγει με ακρίβεια τη σχέση που είχαν οι γονείς της. Εκείνη, ταυτιζόμενη με τη μητέρα, και ο σύζυγός της, που μοιάζει στον πατέρα, θα ξεκινήσουν έναν νέο κύκλο συσχέτισης ή κακοποίησης – ανάλογα τι παράδειγμα έχουν από τις οικογένειές τους. Γιατί, φυσικά, και ο άντρας έρχεται στη σχέση με τις αντίστοιχες καταβολές. Φανταστείτε, λοιπόν, τώρα τη σχέση ανάμεσα σε έναν συναισθηματικά ανώριμο άντρα, που ποτέ δεν πήρε τη μητρική αγάπη και του οποίου η μητέρα επικρίνει νυχθημερόν τον πατέρα του, παντρεμένο με μία συναισθηματικά ανώριμη γυναίκα με αντίστοιχες καταβολές.

-        Μιλάει για τις σχέσεις ανάμεσα στα ζευγάρια

-        Για τις γυναίκες και τους πολλούς ρόλους που καλούνται να υπηρετήσουν. Γυναίκες, σύντροφοι, μητέρες, ερωμένες, φίλες

-        Για τους γάμους

Σελ. 60, 61
«Όταν έφυγε ο πατέρας μου, πριν δύο χρόνια περίπου, κατέρρευσε όλος μου ο κόσμος. Ήταν πάντα η αδυναμία μου. Δεν του μιλούσα ποτέ όσο μιλούσα στη μητέρα μου, αλλά με δεχόταν και με αγαπούσε χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Όταν αποφάσισε να μετακομίσει, ένιωσα ότι με άφησε στο έλεος του Θεού. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η κατάσταση είχε μία ισορροπία. Εγώ και ο πατέρας μου ενάντια στην Ειρήνη και τη μητέρα μου. Οι δύο γύφτοι και οι δύο πριγκίπισσες, που λέει ο λόγος. Κάποτε ήταν οικογενειακό αστείο και κάναμε πλάκα γι’ αυτό. Μετά όμως, έμεινα μόνη μου ενάντια στο καταστροφικό τους μίσος για εμένα. Η μητέρα μου, νομίζω, έβλεπε σε εμένα τον πατέρα μου και συχνά την έπιανα να λέει πράγματα που μάλλον προορίζονταν για εκείνον. Ξέρω ότι δεν τα εννοεί, αλλά αυτό δεν τα κάνει λιγότερο επώδυνα.  Η δε Ειρήνη … ξέφυγε τελείως. Ελλείψει πατέρα, νόμιζε ότι έπρεπε να γίνει εκείνη ο άντρας του σπιτιού και απέκτησε άποψη για όλα. Δικτατορική άποψη. Και φυσικά η μητέρα μου την υπάκουε ευλαβικά. Εγώ είχα μείνει έξω από όλα αυτά. Πάλευα να τελειώσω τις σπουδές μου, ταυτόχρονα έμεινα έγκυος, ο Δημήτρης έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, αλλά πόσα να ξέρει ένας άνθρωπος που είχε μεγαλώσει με ένα κάρο γυναίκες να τον υπηρετούν; Πήγαινε στη δουλειά και νόμιζε πως η υπόλοιπη μέρα προοριζόταν για την ξεκούραση και την ηρεμία του. Αν γκρίνιαζα για κάτι, μου έλεγε ότι δεν θέλει να υπάρχουν εντάσεις στο σπίτι, ότι αρκετά προβλήματα είχε στη δουλειά και ότι δεν άντεχε την γκρίνια μου. Αν του ζητούσα επίμονα να κάνει κάτι, μου έλεγε ότι θα το έκανε στον δικό του χρόνο. Έτσι κι εγώ σταμάτησα να κάνω πράγματα για τη σχέση. Αρχίσαμε τους καβγάδες. Εγώ πίστευα ότι περίμενε μέχρι να δέσει τον γάιδαρό του και τώρα που θεωρητικά το είχε καταφέρει, δεν χρειαζόταν να προσποιείται άλλο. Εκείνος έψαχνε από εμένα μία ένδειξη ανιδιοτελούς αγάπης μα, αφού δεν έμπαινε στον κόπο να κάνει κάποιες αλλαγές που εγώ ζητούσα, δεν του έδινα τίποτα. Γίναμε δύο ξένοι. Και όταν ήρθε το παιδί, είχα πλέον την τέλεια δικαιολογία για να απομακρυνθώ τελείως».
Η περίληψη των περισσότερων γάμων στην Ελλάδα. Κάποιοι φεύγουν τελικά, άλλοι παραμένουν ενοχικά δυστυχισμένοι, χω-ρίς να θέλουν να αλλάξουν τους εαυτούς τους, αλλά και χωρίς να τολμούν να πουν το τελικό «Αντίο». Κάποιοι λίγοι βρίσκουν νόημα στη συνύπαρξή τους και προχωράνε μαζί, δίχως να επιβαρύνουν με τις δικές τους ελλείψεις ο ένας τον άλλον ή τα παιδιά τους.

Σιγουρα θα βγείτε πλουσιότεροι σε γνώσεις με το τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου και θα κατανοήσετε γιατί συμβαίνουν κάποια πράγματα που είμαι βέβαιη ότι έχετε συναντήσει όλοι σας.

Το βασικότερο όλων όμως είναι ότι θα περάσετε ευχάριστα διαβάζοντάς το γιατί είναι μια καλογραμμένη ιστορία, απλή και κατανοητή που θα σας ταξιδέψει.